- γαλαντομία
- ηη ευγένεια, η περιποίηση, η γενναιοδωρία, η χουβαρντοσύνη: Του άρεσε να κάνει γαλαντομίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαλαντομία — η [γαλαντόμος] 1. η ιδιότητα τού γαλαντόμου, η γενναιοδωρία 2. φιλοφροσύνη, ευγένεια … Dictionary of Greek
ελευθεριότητα — η 1. γενναιοδωρία, γαλαντομία, χουβαρνταλίκι. 2. παράβαση των κανόνων της καλής συμπεριφοράς ή της χρηστότητας: Μιλάει με πολλή ελευθεριότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)